- γενεσιουργός
- -ό (AM γενεσιουργός, -όν)1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία2. αυτός που προκαλεί τη γένεση, που δημιουργεί κάτι («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις»)αρχ.-μσν.ως ουσ. ο γενεσιουργόςο δημιουργός τού κόσμου, ο πλάστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γένεσις + -ουργός < έργον].
Dictionary of Greek. 2013.